- τροφιά
- ἡ, Αη σποδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < τροφή /τροφός + κατάλ. -ιά (πρβλ. σποδ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τροφιά — τροφιά̱ , τροφιά fem nom/voc/acc dual τροφιά̱ , τροφιά fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τροφίαν — τροφίᾱν , τροφίας brought up in the house masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροφίας brought up in the house masc acc sg τροφίᾱν , τροφίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) τροφίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek
κυοτροφία — κυοτροφία, ἡ (Α) η θρέψη τού εμβρύου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυῶ + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] … Dictionary of Greek
κυπρινοτροφία — η κλάδος τής ιχθυολογίας που έχει ως αντικείμενο τη διατροφή τών κυπρίνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπρίνος + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία, κτηνο τροφία] … Dictionary of Greek
Chemotroph — A black smoker in the Atlantic Ocean providing energy and nutrients Chemotrophs are organisms that obtain energy by the oxidation of electron donors in their environments. These molecules can be organic (chemoorganotrophs) or inorganic… … Wikipedia
μετριοτροφία — μετριοτροφία, ἡ (Μ) το μέτριο φαγητό, η εγκράτεια στην τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτριος + τροφία (πρβλ. ολιγο τροφία), μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. *μετριοτρόφος] … Dictionary of Greek
μονοτροφία — μονοτροφία, ἡ (Α) η ιδιαίτερη ανατροφή, το να ανατρέφονται τα τέκνα μόνα, όχι σε ομάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ιππο τροφία] … Dictionary of Greek
πτωχοτροφία — ἡ, ΜΑ η περίθαλψη των φτωχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + τροφία (< τρόφος < τρέφω), πρβλ. ξενο τροφία] … Dictionary of Greek
σκιατροφία — σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc/acc dual σκιᾱτροφίᾱ , σκιατροφία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc nom/voc/acc dual σκιατροφίας masc voc sg σκιατροφίᾱ , σκιατροφίας masc voc sg (attic) σκιατροφίᾱ ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)